20.3.07

ΜΑΚΑΒΡΙΑ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑ


Δεν ξέρω τελικά αν με θαυμάζω η αν με μισώ για την απίστευτη απάθεια με την οποία αντιμετωπίζω τον θάνατο.
Για άλλη μια φορά , ο φίλος μου πλέον , θάνατος χτύπησε την οικογενειακή μου θύρα και ευτυχώς μείωσε τον ήδη αποδεκατισμένο αριθμό των μελών της από μια ηλικιωμένη και όχι από κάποιον νέο όπως συνήθιζε τελευταία.
Παρασκευή 6 το απόγευμα , ο Γ μου στέλνει μήνυμα πως του λείπω, χωρίς να το καλοσκεφτώ μέσα σε 10 λεπτά βρισκόμουν σε ταξί για τη Θεσσαλονίκη και από εκεί το Σάββατο το πρωί με τρένο στην Αθήνα. Το τι συνάντησα στον Γ και το πώς πέρασα στην Αθήνα είναι κουβέντα άλλου ποστ. Κάτι με έκανε να κατεβώ στην Αθήνα και δεν ήταν μόνο ο Γ.

Η γιαγιά , η τελευταία που έχει μείνει εδώ και λίγες ώρες δεν ένιωθε καλά.

Το Σάββατο πήγα να την δώ.

Για εμένα ήταν ξεκάθαρο.

Έφευγε.

Κανένας δεν ήθελε να το πιστέψει.

Με τα πολλά τους έπεισα πως καλύτερα είναι να πεθάνει σπίτι της όπως ήθελε πάντα , παρά να την τρέχουμε στα νοσοκομεία όπου θα της χάριζαν, ώρες, μέρες αμφιβόλου ποιότητας ζωή. Κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου έβγαινα κανονικά, γελούσα, φλέρταρα, έπινα.

Τρίτη χτυπησε το τηλέφωνο το πρωί.

Η γιαγιά πέθαινε.

Όταν έφτασα με την μάνα μου είχε ήδη φύγει. Ήταν αναμενόμενο. Δεν ένιωσα κάτι. Η μάνα μου πήγε στο σαλόνι , εγώ ανέλαβα από μόνος μου όλες αυτές τις μακάβριες διαδικασίες. Σκέπασα τον καθρέπτη με μια πετσέτα, της έδεσα τα χέρια και το στόμα με πανιά για να μην παγώσει σε λάθος θέση και μετά δεν είναι όμορφη στο φέρετρο. Σκέπασα το πρόσωπό της που είχε ασπρίσει με το σεντόνι και πήγα στο σαλόνι. Εκείνη την ώρα μπήκε ο Θείος μου , έκλαιγε, όταν πήγε στο δωμάτιο καρτέρευσε, τον έβγαλα με το ζόρι έξω. Πριν καν προλάβει να αντιληφθεί τι είχε γίνει του είχα πασάρει μισό lexotanil από αυτά που είχα για την μάνα μου. Να φανταστείς αναισθησία εγώ τις προηγούμενες δυο μέρες είχα κάνει και ΄΄βόλτα στα μαγαζιά΄΄ και είχα επιλέξει νεκροθάφτη, φέρετρο και όλες τις λεπτομέρειες της κηδείας.

Τον πήρα τηλέφωνο και μετά από λίγο κατέφθασαν. Λοιπόν εγώ γελάω πάντα με αυτούς τους τύπους. Ο κοράκης όπως τους αποκαλώ εγώ, με ένα τεχνητά θλιμμένο ύφος άρχισε τις χειραψίες εναποθέτοντας με πουτανιά την κάρτα του στο τραπέζι. Μόλις πήρε το τυπικό ΄΄εντάξει΄΄ έκανε ένα τηλέφωνο και ανέβηκαν τρεις τύποι στο διαμέρισμα. Και αυτοί πάντα γραφικά όμοιοι. Κάτι σαρανταρηδοπενηντάρηδες που σου κάνουν λίγο κάτοικοι Ελευσίνας, χοντροί , στα μαύρα ντυμένοι ψάχνουν με τα μάτια να εντοπίσουν τον πιο ψύχραιμο της παρέας.

Και βεβαία αυτός ήμουν εγώ.

Αφού κλείδωσα τη μάνα μου και τον θείο μου στο σαλόνι τους πήγα στο δωμάτιο.

Η κοπέλα που την πρόσεχε είχε σπαράξει στο κλάμα και την έβγαλα και αυτή έξω με την πρόφαση να μου φέρει μερικά φορέματα της γιαγιάς να διαλέξω πιο θα φορέσει την μεγάλη μέρα.

Δεν θέλω να αναφέρω τι έγινε στο δωμάτιο διότι είναι σκηνές που ακόμα και εμένα με τάραξαν. Δεν υπέφερα μόνο και μόνο επειδή για εμένα το σώμα δεν έχει αξία μετά θάνατον. Κάποια στιγμή έπιασε το μάτι μου μια κίνηση πίσω μου, ο θείος μου ήταν έτοιμος να μπεί μέσα. Πάλι καλά που τον κράτησα με μια χαζή δικαιολογία στο σαλόνι αλλιώς θα έβλεπε το άψυχο κορμί της μάνας του τυλιγμένο στο σεντόνι να μεταφέρεται σαν σακί μέσα στο ασανσέρ. Θα πέθαινε και αυτός και δεν είχα καν κανονίσει τα απαραίτητα!

Όταν πλέον έφυγαν όλοι από το σπίτι, έμεινα μόνος μου να κοιτάζω το σπίτι της αγαπημένης μου γιαγιάς,

το σπίτι μου μεγάλωσα,

χαμογελούσα,

ήμουν σίγουρος και είμαι ακόμα πως είναι καλύτερα εκεί που είναι.
Το βράδυ βγήκα κανονικά, διασκέδασα, φλέρταρα, ήπια.

Αλλά ακόμα και τώρα που γράφω όλα αυτά, ούτε ένα δάκρυ ,

ούτε μια ανατριχίλα,

ούτε λύπη παρά μόνο αηδία για την αναισθησία μου.

Και παράλληλα μια τεράστια ευγνωμοσύνη σε όποιον μου την προσέφερε.

1 comment:

Alex A. said...

Άμυνα. Όχι αναισθησία. Αν μπορέσεις, άφησε τον εαυτό σου ελεύθερο να πενθήσει, έστω για λίγο. Κάνει πολύ καλό.